Ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, στο προαναφερθέν βιβλίον (ό.π., σσ.387-390), καταγράφει το θαύμα που επετέλεσεν ο Άγιος Μάρκος, της θεραπείας μιας γυναίκας στο Μεσολόγγι. Ιδού πως το περιγράφει:
Εγώ έρχομαι να περιγράψω εδώ ένα από τα θαυμάσια του αγίου τούτου, το οποίον παραδόξως τωόντι ετέλεσεν, όχι πριν από πολλούς χρόνους στο Μεσολόγγι. Είναι το θαύμα τέτοιο, καθώς εγώ ο ίδιος παρέλαβα αυτήκοος, για την πολλήν και μεγάλην ευλάβειαν και τον πόθον, που έχω σε αυτόν τον θείον ιεράρχην, εναντίον των δυσσεβών παπιστών.
Ευρισκόμενος στο Μεσολόγγι, με το έργον του ιεροκήρυκος, θέλησα να κηρύξω στην Εκκλησία στους παρευρισκομένους χριστιανούς για τον Άγιον τούτον, στον εσπερινόν της ιεράς του μνήμης, ήτοι κατά την 19ην Ιανουαρίου, όπως καθορίζει η συνοδική απόφαση να τελείται η σεβασμία του εορτή.
Είπα, λοιπόν, με βραχυλογίαν ποιος και πως στάθηκε ο Μάρκος της Εφέσου, πόσον αγωνίσθηκε για την ευσέβειαν και πως έχομεν όλοι μας χρέος μεγάλον να τον ευχαριστούμε και να τον τιμούμε ως ευεργέτην μας, διότι μόνος μας εφύλαξε την πίστη, την οποίαν όλοι οι άλλοι την πρόδωσαν. Και ότι αύριον είναι η μνήμη του και όποιος θέλει μπορεί να τον εορτάζει, καθώς η Αγία Σύνοδος προσέταξε. Σας παρακινώ όμως να έλθετε να λειτουργηθείτε εις δόξαν του Αγίου και να τον έχετε μεσίτην στον Θεόν και στις ανάγκες σας βοηθόν…
Αυτά είπα. Και μετά την απόλυση του εσπερινού εξήλθαμε και καθίσαμε έξω από τον Ναόν για λίγο, όπως εκεί συνηθιζόταν. Ήταν εκεί κάποιος γέροντας, από τιμημένη γενιά, ονόματι Δημητράκης, και στο επίθετο εκαλείτο Ζουρμπαίος. Αυτός, λόγω βαθέος γήρατος μόλις και άκουγε τα λεγόμενα.
Αυτός ο γέροντας, αφού καθίσαμε, με ρώτησε με χαμηλή και τρεμάμενη φωνή: “Διδάσκαλε, για ποιον έλεγες εκεί που μιλούσες; Για τον Μάρκον της Εφέσου;” .- Ναι, του αποκρίθηκα εγώ. “Γιατί ρωτάς;”.
“Ερωτώ, είπε, γιατί είχα μίαν αδελφή, να, την ξέρουν οι παρακαθήμενοι. Αυτή ασθένησε κάποτε και ασθένησε βαριά. Είχαμε καλέσει όλους τους γιατρούς του τόπου μας, που την κοίταζαν, και μην μπορώντας να την γιατρέψουν, στο τέλος μας απέλπισαν και απεφάνθησαν ότι οπωσδήποτε πεθαίνει.
Και αληθινά, για τρεις μέρες έμεινε άλαλη και αναίσθητη και παντελώς ακίνητη. ‘Ετσι και εμείς, μην βλέποντες καμμία ελπίδα, αρχίσαμε να φροντίζουμε τα απαραίτητα για την κηδεία της και την κλαίγαμε σαν πεθαμένη.
Εν τω μεταξύ, εκεί όπου εμείς περιμέναμε να τελειώσει, ξαφνικά ακούσαμε, όπου έβγαλε ένα μεγάλον αναστεναγμό, και με τον αναστεναγμό και φωνή (μίλησε) και γύρισε προς τα μπροστά, λέγοντας: -Δεν με αλλάζετε, που πνίγηκα μέσα στο νερό; Τότε εμείς, αμέσως τρέξαμε κοντά της και με ανέλπιστη χαρά, την ρωτήσαμε τι έχει, και γιατί να είναι τόσο βρεγμένη.
Και αυτή μας απάντησε ότι τώρα, λίγο πιο πρωτύτερα, ήλθε κάποιος σαν δεσπότης και με πήρε και με πήγε σε μία βρύση, και με έβαλε μέσα στην γούρνα και με έπλυνε. Και αφού με έπλυνε, μου είπε: -πήγαινε τώρα. Δεν έχεις πλέον τίποτε. Και τώρα είμαι βρεγμένη και αισθάνομαι πως είμαι καλύτερα.
Της λέμε εμείς, -δεν τον ερωτούσες ποιος ήταν; – Τον ρώτησα, μας αποκρίθηκε, ποιος είσαι η αγιωσύνη σου; Και μου αποκρίθηκε: – Εγώ είμαι ο Μάρκος της Εφέσου ο Ευγενικός.
Τότε και εμείς πιάσαμε να την αλλάξουμε και είδαμε ότι ήταν αληθινά καταβρεγμένα, όχι μόνον τα ρούχα που φορούσε, αλλά ακόμη και τα στρώματα, στα οποία ήταν ξαπλωμένη. Και από τότε έγινε καλά και έζησε ύστερα δεκαπέντε χρόνους και πέθανε. -Αυτό ξέρω να πω, είπε ο γέροντας, για αυτόν τον Άγιον, που το είδα ο ίδιος στην αδελφή μου.
Εγώ χάρηκα υπερβολικά (λέγει ο Αθανάσιος ο Πάριος), διότι ανέλπιστα και ανεπιτήδευτα ο καλός εκείνος γέροντας επιβεβαίωσε τον λόγον μου. Και για περισσότερη βεβαιότητα, πάλι εγώ τον ερώτησα: “Και είχατε, κύριε Δημητράκη, πρωτύτερα καμμία είδηση για αυτόν τον Άγιον;”
– Όχι, αποκρίθηκε, μήτε τον είχαμε ακούσει ποτέ μας. Μόνον από εκείνην την αιτία τον μάθαμε.
Τότε πάλι εγώ, στρεφόμενος στους παρόντες χριστιανούς, είπα: “βλέπετε, αδελφοί μου, πως η Αγία μας Εκκλησία δεν σφάλλει στην απόφασή της; Ιδού ξαφνικά μόνοι σας ακούσατε πως ο Θεός τον εδόξασε (τον Άγιον Μάρκον) και είναι θείος ιεράρχης και έχει παρρησία στον Θεόν να πρεσβεύει για τις αμαρτίες μας.
Αυτά μίλησα αφ’ εσπέρας, και το πρωί πήγα σε άλλην Εκκλησίαν, της Αγίας Παρασκευής, για να λειτουργηθώ, και εκεί βλέπω και εικόνα του Αγίου τούτου, την οποίαν έφεραν από το σπίτι εκείνης της γυναίκας, με επιγραφή, “ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός αρχιερεύς”.
Ιδού λοιπόν, χριστιανοί, και θαύμα του Αγίου τούτου. Θαύμα αληθινό, όντως θαύμα. Όχι τόσον γιατί παραδόξως εξάρπασε από τις πύλες του θανάτου την γυναίκα εκείνη που άπαντες την είχαν ξεγράψει, αλλά διότι είναι θαύμα κατά πάντα και διά πάντα άπλαστο, ακατασκεύαστο, ανεπιτέχνητο και ανεπιτήδευτο, και τόσον πολύ μάλιστα, καθ’ όσον εκείνοι οι άνθρωποι ούτε ήξεραν, ούτε είχαν ακούσει ποτέ άλλοτε το όνομα του πατρός τούτου (ενν. του Αγίου Μάρκου). Αλλά θέλοντας ο ποιητής των παραδόξων Θεός να φανερώσει και να δοξάσει τον πιστόν του θεράποντα, για να μιμούμαστε και εμείς τον ζήλον του και την καρτερία της ψυχής του στην ομολογία της αληθείας, για τούτο ο Θεός ενήργησε παραδόξως (θαυμαστώς), να εύρει η γυναίκα εκείνη την ανέλπιστη θεραπεία, διά της επιστασίας και της επίσκεψεως του Αγίου.