Εισαγωγικόν σημείωμα
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, γνωστός κυρίως για την στάση του στην Φερράρα-Φλωρεντία (1438-39) και μετά, για τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, ανεδείχθη πρόμαχος και στύλος της Ορθοδοξίας.
Υπάρχουν όμως και άλλες πτυχές της πολύπλευρης προσωπικότητος του Αγίου Μάρκου, που είναι λιγότερον γνωστές, όπως η αξία του θεολογικού του έργου που ίσταται στην συνέχεια της αγιοπατερικής θεολογίας και ιδίως της παλαμικής ησυχαστικής παραδόσεως, αλλά και το πλούσιον και υψηλής ποιότητος υμνογραφικό του εργο.
Ο Άγιος Μάρκος συνέθεσε οκτώ Παρακλητικούς Κανόνες εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Οδηγήτριαν, προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως. Οι κανόνες αυτοί σώζονται σε χειρόγραφα του Αγίου Όρους και της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, και έχουν εκδοθεί από εγκρίτους μελετητές του έργου του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, όπως η Εβελίνα Μίνεβα στην εργασία της με τίτλον ” Το υμνογραφικό έργο του Μάρκου Ευγενικού” , εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2004, και ο Δρ. Μάριος Πηλαβάκης (”Αγ. Μάρκου του Ευγενικού, Μητροπολίτου Εφέσου, Εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Οδηγήτριαν Οκτώ Παρακλητικοί Κανόνες”, εκδ. Ορθόδοξον Κέντρον Πατερικών Μελετών “Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός”, Μεθώνη Πιερίας, 2010). Οι εκδόσεις αυτές αποτελούν επιστημονικές εκδόσεις των πρωτότυπων χειρογράφων κωδίκων, αλλά δεν εξυπηρετούν τους πιστούς στην λατρευτική χρήση των Παρακλητικών αυτών Κανόνων.
Όπως προκύπτει από την ιστορική και φιλολογική έρευνα, ο Άγιος Μάρκος έλαβε αφορμή να συνθέσει αυτούς τους Οκτώ Παρακλητικούς Κανόνες αφιερωμένους στην Παναγία την Οδηγήτρια, εξ αφορμής της θαυμαστής διασώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από την πολιορκία των Τούρκων. Οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας κατά το αρχαίον έθος, όταν η Πόλη ευρίσκετο σε κίνδυνο, λιτάνευαν την εικόνα της Οδηγητρίας στα τείχη. Και ενώ η πολύμηνη πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τον Μουράτ Β’ (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1422), αποτελούσε μεγάλη απειλή και οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας είχαν περιέλθει σε απελπισία αναμένοντες την Άλωση της Πόλεως, ξαφνικά ο Μουράτ Β’ έλυσε την πολιορκία και απεσύρθη. Η διάσωση της Πόλεως απεδόθη στην θαυματουργική παρέμβαση της Εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγητρίας. Οι Παρακλητικοί κανόνες έχουν ως θέμα την μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εγράφησαν για να ψάλλονται κατά τον μήνα Αύγουστον, μήνα αφιερωμένο στην Παναγία.
Στην παρούσα έκδοση επελέξαμε τον τέταρτον κανόνα εις ήχον δ’, με την ελπίδα ότι θα επανέλθη στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, τουλάχιστον στην ενορία μας που έχει έφορον και προστάτην τον Άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν.
Εκζητούμεν τις πρεσβείες και τις προσευχές του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού στην προσπάθειά μας ούτως ώστε η παρούσα έκδοση να επιτύχη τους στόχους της και να ωφεληθούν πνευματικώς όσοι χριστιανοί την λάβουν στα χέρια τους και να βοηθηθούν στην προσευχή τους προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον ψάλλοντες την Παράκληση που ο ίδιος ο Άγιος Μάρκος συνέθεσε.
Αρχιμ. π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος.
Αγίου Μάρκου Αρχιεπισκόπου Εφέσου του Ευγενικού Κανών Παρακλητικός εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Οδηγήτριαν
Ο ιερεύς:
Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ψαλμός ρμβ’ (142).
Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου’ και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου, εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου, εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος’ και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου’ μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα’ γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου’ εξελού μου εκ των εχθρών μου, Κύριε’ προς σε κατέφυγον. Δίδαξόν με του ποιείν γτο θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου’ το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία. Ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εξ θλίψεως την ψυχήν’ και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου’ και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.
Και ευθύς ψάλλομεν.
Ήχος δ’.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν’ ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στιχ. α’. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το ΄Αγιον αυτού.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν…
Στιχ. β’. Πάντα τα έθνη εκυκλωσάν με, και τω ονόματι Κυρίω ημυνάμην αυτούς.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν…
Στιχ. γ’. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν…
Είτα τα παρόντα τροπάρια.
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί, και προσπέσωμεν, εν μετανοία κράζοντες εκ βάθους ψυχής’ Δέσποινα, βοήθησον εφ’ ημίν σπλαγχνισθείσα’ σπεύσον, απολλύμεθα υπό πλήθους πταισμάτων’ μη αποστρέψης σους δούλους κενούς’ σε γαρ και μόνην ελπίδα κεκτήμεθα.
Δόξα. (Το Απολυτίκιον του Αγίου του Ναού)
Απολυτίκιον. Ήχος γ’ . Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως ομολογία, μέγαν εύρατο, η Εκκλησία, ζηλωτήν σε θείε Μάρκε πανεύφημε, υπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιρούντα του σκότους υψώματα. Όθεν άφεσιν, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τοις σε γεραίρουσι.
Και νυν.
Ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι’ ειμή γαρ συ προϊστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο, εκ τοσούτων κινδύνων; τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου’ σους γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών.
Ο Αναγνώστης (χύμα)
Ψαλμός Ν’ (50).
Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου. Επί πλείον πλύνόν με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με. Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διά παντός. Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα’ όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας’ τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι’ πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην’ αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαί με εξ αιμάτων, ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου’ αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου. Ότι ει ηθέλησας θυσιαν, έδωκα αν’ ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον’ καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Είτα ψάλλομεν τας Ωδάς του Κανόνος.
ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΗΧΟΝ Δ’.
ου η ακροστιχίς’ ΄΄ χαίροις χαράς έκφανσις, αράς η λύσις. Μάρκου”.
Ωδή α’. Ήχος δ’. Ανοίξω το στόμα μου.
Χαράς ημίν πρόξενος αδιαδόχου γεγένησι χαράν την αϊδιον, Χριστόν γεννήσασα΄ όθεν Δέσποινα, και ταύτας τας ημέρας της σης μεταστάσεως χαράς πληρούμεθα.
Ανοίξασα, Δέσποινα, τας παναχράντους ωλένας σου, εν αις περιέλαβες τον πάντα φέροντα θείω ρήματι, εκ πάσης επηρείας τους δούλους σου σκέπασον τους σε δοξάζοντας.
Ιδού, η ανάκλησις της ταπεινής ημών φύσεως ζωήν προς ουράνιον αίρεται, χαίρουσα, νυν ο άγιος και θεοδόχος οίκος ορέων υπέρτερος των θείων γίνεται.
Δόξα.
Ρημάτων δρεψάμενοι του αρχαγγέλου, το χαίρέ σοι προσάδομεν, Δέσποινα, χαίρε χαρά των πιστών, χαίρε, λύτρωσις της λύπης της αρχαίας, χαίρε επανόρθωσις του πρωτοπλάστου Αδάμ.
Και νυν.
Ο μέγας αρχάγγελος εξ ουρανού αφικόμενος, χαράς ευαγγέλια πάλιν κομίζει σοι, χαίρε, Δέσποινα, νυν μάλλον, χαίρε, χαίρε, χαίρε, προς αϊδιον ζωήν απαίρουσα.
Ωδή γ’. Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε.
Ιδούσα την κάκωσιν, Παρθένε, λαού του πιστού και εκλεκτού, όν περιεποιήσατο Θεός ιδίω αίματι, στήθι, ταχύ δυσώπησον υπέρ ημών τον οικτίρμονα.
Στειρεύουσα μήτρα παραδόξω καρπόν ευκλεή κόσμω παντί εις ευωχίαν άυλον πνευματικώς προήνεγκε, σε την αγνήν και άμωμον την τον Θεόν σωματώσασα.
Δόξα.
Χαράς και ειρήνης και αγάπης και μακροθυμίας ακριβούς αγαθωσύνης, πίστεως, χρηστότητος, πραότητος και εγκρατείας πληρωσον τους τω ναώ σου προσμένοντας.
Και νυν.
Αήρ ηγιάσθη τη ανόδω της ηγιασμένης σου ψυχής, ως εφωτισθη άπασα η γη επί τω τόκω σου’ συ γαρ τα επουράνια τοις επιγείοις διήλλαξας.
Διάσωσον, από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Επίβλεψον, εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ο ιερεύς:
Ελέησον, ημάς, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου, δεόμεθά σου, επάκουσον και ελέησον.
Ο Χορός εν εκάστει δεήσει ψάλλει το’ Κύριε, ελέησον (γ’).
Ο ιερεύς:
Έτι δεόμεθα υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών (του δείνος) και πάσης της εν Χριστώ ημών αδελφότητος.
Έτι δεόμεθα υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγίειας, σωτηριας, επισκέψεως, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών των δούλων του Θεού, πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, των κατοικούντων και παρεπιδημούντων εν τη πόλει ταύτη, των ενοριτών, επιτρόπων, συνδρομητών και αφιερωτών του αγίου Ναού τούτου.
Έτι δεόμεθα και υπέρ των δούλων του Θεού (και μνημονεύει υπέρ ών η Παράκλησις τελείται).
Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις και σοι την δόξαν αναπέμπομεν τω Πατρί, και τω Υιώ, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο Χορός: Αμήν.
Κάθισμα.
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Πρεσβεία θερμή, και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον, εκτενώς βοώμεν σοι’ Θεοτόκε Δέσποινα, πρόφθασον, και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, η μόνη ταχέως προστατεύουσα.
Ωδή δ’. Ο καθήμενος εν δόξη.
Ρέων θράσει πικροτάτω και πολύς εκτεινόμενος ο παμφάγος Άδης έστη, τετοκυίας σου, πάναγνε, τον ζωοδότην Δεσπότην’ ο γαρ θάνατος τοις πιστεύουσιν ήδη ζωής θείας άμειψις.
Ανυμνούμέν σε βοώντες, χαίρε, όρος κατάσκιον, χαίρε πίον όρος και τετυρωμένον εν Πνεύματι, χαίρε, ουράνιε κλίμαξ, χαίρε, γέφυρα η μετάγουσα εκ του θανάτου προς θείαν ζωήν.
Δόξα.
Την έμψυχον παστάδα του Δεσπότου της κτίσεως, τον ναόν τον θείον, το ηγιασμένον παλάτιον, την αδιοδευτον πύλην, την υπέρτιμον κλίνην, Δέσποινα, χρεωστικώς μεγαλύνομεν.
Και νυν.
Εκ παντοίων κινδύνων τους σους δούλους περίσωζε του Θεού η πόλις, περί ής εν κόσμω λελάληται δεδοξασμένα, Παρθένε, υπερένδοξε, η δοξάζουσα τους ευσεβώς σε δοξάζοντας.
Ωδή ε’. Εξέστη τα σύμπαντα.
Κλινούση τα γόνατα, εις προσευχήν σοι, άχραντε, τα επί του όρους δένδρα πάντα καθάπερ έμψυχα συνεκλινετο, μένειν ου δυνάμενα, του σου κλινομένου σώματος, εν ορθίω τω σχήματι.
Φωτός οικητηρίον, χαίρε, το σκότος λύσασα, χαίρε, η τον ήλιον τω κόσμω προαγαγούσα, φωτός νεφέλη χρυσή, χαίρε, στύλε πύρινε, δι’ ής προς την επουράνιον οδηγούμεθα είσοδον.
Δόξα.
Αγνίζονται, Δέσποινα, τω σω ναώ προστρέχοντες ο φιλευσεβής σου λαός ούτος, προς την ημέραν ετοιμαζόμενοι, καθ’ ην από γης προς ουρανόν απήρας, την χάριν σου δι’ εικόνος λιπούσα ημίν.
Και νυν.
Νεφέλαις οχούμενος Κριτής ο επουράνιος, ότε μετ’ αγγέλων δόξης έλθη, κρίσιν δικαίαν ποιήσαι, Δέσποινα, τότε παρρησία μητρική πρόστηθι των δούλων σου, των πιστώς ανυμνούντων σε.
Ωδή στ’. Εβόησε προτυπών.
Συνέσεως και σοφίας υπάρχουσα έμπλεως, συνετήρεις εν καρδία συμβάλλουσα άπαντα τα τετελεσμένα επί σοι θαυμασίως, Θεόνυμφε.
Ιστάμενοι προ προσώπου της θείας εικόνος σου, οι πλουτούντες του λαού σου πιστώς λιτανεύουσι, την σην πόλιν ρύσαι της παρούσης πληγής, υπεράμωμε.
Δόξα.
Στολίζεται διά σου σωστηρίου ιμάτιον και χιτώνα ευφροσύνης η φύσις, Θεόνυμφε, η γεγυμνωμένη συμβουλία δεινού πολεμήτορος.
Και νυν.
Αιρόμενοι πανταχόθεν οι θείοι απόστολοι ταις νεφέλαις θεαρχίω βουλήματι φέρονται προς την βασιλίδα και κυρίαν απάσης της κτίσεως.
Διάσωσον, από κινδύνων, τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν, εις σε καταφεύγομεν, ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.
Άχραντε, η διά λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα, δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.
Ο ιερεύς μνημονεύει ως δεδήλωται. Μετά δε την εκφώνησιν.
Κοντάκιον. Ήχος β’.
Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε, μεσιτεία προς τον τον Ποιητήν αμετάθετε, μη παρίδης αμαρτωλών δεήσεων φωνάς, αλλά πρόφθασον ως αγαθή, εις την βοήθειαν ημών, των πιστώς κραυγαζόντων σοι’ Τάχυνον εις πρεσβείαν, και σπεύσον εις ικεσίαν, η προστατεύουσα αεί, Θεοτόκε, των τιμώντων σε.
Το Προκείμενον.
Μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.
Στιχ. Άκουσον, Θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου, και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει ο Βασιλεύς του κάλλους σου.
Μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.
Ο ιερεύς:
Και υπέρ του καταξιωθήναι ημάς της ακροάσεως του αγίου Ευαγγελίου, Κύριον τον Θεόν ημών ικετεύσομεν.
Ο Χορός: Κύριε, ελέησον (εκ γ’).
Ο ιερεύς:
Σοφία. Ορθοί, ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου. Ειρήνη πάσι.
Ο Χορός: Και τω Πνευματί σου.
Ο ιερεύς:
Εκ του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου το Ανάγνωσμα. Πρόσχωμεν.
Ο Χορός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.
Ο ιερεύς:
Εν ταις ημέραις εκείναις, αναστάσα Μαριάμ, επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα’ και εισήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου, και ησπάσατο την Ελισάβετ. Και εγένετο, ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής’ και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και ανεφώνησε φωνή μεγάλη, και είπεν’ Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με; Ιδού γαρ, ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα, εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Και είπε Μαριάμ’ Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου. Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού’ ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί. Ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός, και άγιον το όνομα αυτού. Έμεινε δε Μαριάμ συν αυτή ωσεί μήνας τρεις, και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής.
Ο Χορός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.
Είτα ψάλλομεν. Ήχος β’.
Δόξα.
Πάτερ, Λόγε, Πνεύμα, Τριάς η εν μονάδι, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.
Και νυν.
Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.
Στιχ. Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.
Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι.
Μη καταπιστεύσης με, ανθρωπίνη προστασία, Παναγία δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου’ θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι, των δαιμόνων τα τοξεύματα’ σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ που προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος, και παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου. Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών, μη μου παρίδης την δέησιν, το συμφέρον ποίησον.
Έτερα Θεοτοκία.
Ουδείς προστρέχων επί σοι, κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε’ αλλ’ αιτείται την χάριν, και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως.
Μεταβολή των θλιβομένων, απαλλαγή των ασθενούντων υπάρχουσα, Θεοτόκε Παρθένε, σώζε πόλιν και λαόν, των πολεμουμένων η ειρήνη, των χειμαζομένων η γαλήνη, η μόνη προστασία των πιστών.
Ο ιερεύς:
Σώσον, ο Θεός τον λαόν σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν σου’ επίσκεψαι τον κόσμον σου εν ελέει και οικτιρμοίς’ ύψωσον κέρας χριστιανών Ορθοδόξων, και κατάπεμψον εφ’ ημάς τα ελέη σου τα πλούσια’ πρεσβείαις της παναχράντου δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, προστασίαις των τιμίων, επουρανίων, Δυνάμεων Ασωμάτων, ικεσίαις του τιμιου, ενδόξου προφήτου, προδρόμου, και βαπτιστού Ιωάννου’ των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων’ των εν αγίοις Πατέρων ημών, μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου’ Αθανασίου και Κυρίλλου, Ιωάννου του Ελεήμονος, πατριαρχών Αλεξανδρείας’ Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας, Σπυρίδωνος επισκόπου Τριμυθούντος, των θαυματουργών’ των αγίων ενδόξων μεγαλομαρτύρων Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Δημητρίου του Μυροβλήτου, Θεοδώρου του Τήρωνος και Θεοδώρου του Στρατηλάτου, των ιερομαρτύρωνν Χαραλάμπους και Ελευθερίου’ των αγίων ενδόξων και καλλινίκων Μαρτύρων’ των οσίων και θεοφόρων Πατέρων ημών των εν ασκήσει λαμψάντων Αντώνιου, Ευθυμίου του Μεγάλου, Σάββα του Ηγιασμένου, Γερασίμου του Ιορδανίτου και Γερασίμου του εν Κεφαλληνία του νέου ασκητού’ Παταπίου οσίου του θαυματουργού’ Επικτήτου οσίου του θαυματουργού, Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου και Παϊσίου του Αγιορείτου’ (του Αγίου του Ναού) του εν αγίοις Πατρός ημών Μάρκου αρχιεπισκόπου Εφέσου του Ευγενικού, των αγίων και δικαίων θεοπατέρων Ιωακείμ και Άννης’ (του αγίου της ημέρας) και πάντων σου των Αγίων. Ικετεύομέν σε, μόνε πολυέλεε Κύριε’ επάκουσον ημών των αμαρτωλών δεομένων σου και ελέησον ημάς.
Ο Χορός: Κύριε, ελέησον (ιβ’).
Ο ιερεύς:
Ελέει και οικτιρμοίς, και φιλανθρωπία του Μονογενούς σου Υιού, μεθ’ ου ευλογητός ει, συν τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνευματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο Χορός: Αμήν.
Και αποπληρούμεν τας λοιπάς Ωδάς του Κανόνος.
Ωδή ζ’. Ουκ ελάτρευσαν.
Ράβδος έντιμος, το άνθος το αμάραντον χαίρε βλαστήσασα χαίρε, ο πόκος, εξ ού η δρόσος απέσταξε, φλογμόν η λύουσα τον πολύθεον, χαίρε, σκηνή της χάριτος και νυμφών αθανασίας.
Αμαρτίας των ψυχών και αρρωστήματα σωμάτων ίασαι των προστρεχόντων, αγνή, τω θείω τεμένει σου και αιτουμένων πιστώς τα ιάματα’ συ γαρ πηγή της χάριτος και ζωής αφθόνου ρείθρον.
Δόξα.
Στειρευούσης εκ νηδύος προελήλυθας επαγγελίας καρπός, δώρον ευχής ιεράς’ όθεν σου δεόμεθα, την ακαρπίαν ημών μεταποίησον εις ευκαρπίαν πράξεων αγαθών, ευλογημένη.
Και νυν.
Η βασίλισσα του κόσμου μετατίθεται προς ουρανόν από γης, οι των αγγέλων χοροί θαυμάζουσι, βλέποντες θαύμα παράδοξον, φύσιν βρότειον υπέρ αυτους αστράπτουσαν αγιότητος ακτίσιν.
Ωδή η’. Παίδας ευαγείς εν τη καμίνω.
Λύσον την αχλύν των νοσημάτων, υγείας την σταθεράνδώρησαι, πόλει τη τιμώση σε, μήτερ απειρόγαμε’ συ γαρ ημίν εγέννησας τον ιατρόν των ψυχών και νόσων σαρκικών ελατήρα, τον τας ασθενείας ημών ανειληφότα.
Υμνούντάς σε, Δέσποινα, προσδέχου τους δούλους σου κατά χρέος, χαίρε άσπορε, χαίρε, η βλαστήσασα στάχυν ζωοπάροχον, χαίρε, του ζώντος ύδατος πηγή ακένωτε, η πύλη, ήν ο Λόγος διήλθε, χαίρε, η τας πύλας συντρίψασα του Άδου.
Σε την των αγγέλων υπερτέραν άγγελος μεν τη μητρί ευηγγελίσατο, άγγελος δε έτρεφε τω ναώ προσμένουσαν, άγγελος δε το μέγιστον, θαύμα εμήνυσε, θεόν ημίν εκ σου σαρκοφόρον, άγγελος και νυν σε καλεί προς θείαν λήξιν.
Δόξα.
Ισχύν βασιλεύσιν ημών δίδου και κέρας το του Χριστού σου, Κόρη, ύψωσον, θραύσον τα φρυάγματα των εχθρών, ανάστειλον την του θανάτου μάστιγα, ρύσαι, δεόμεθα λιμού και σεισμού την σην πόλιν και πυρός μαχαίρας και μάχης εμφυλίου.
Και νυν.
Συνήθεια φαύλη τυραννούσα προς πράξεις ημάς ατόπους εκβιάζεται’ όθεν και τω σχήματι, μόνον προσευχόμενοι, τους λογισμους πλανώμεθα τοις φίλοις πάθεσιν’ εκ τούτων η οργή του Κυρίου καθ’ ημών επήλθεν ως τέκνων απειθείας.
Ωδή θ’. Άπας γηγενής.
Μέγα και φρικτόν, αγνή, το μυστήριον της σης κυήσεως’ τον γαρ προαιώνιον Πατρός ανάρχου Λόγον εν μήτραν σου σωματικώς εχώρησας, τον ουδαμού χωρητόν, τον τα πάντα φέροντα τω ρήματι της αυτού απορρήτου δυνάμεως.
Άρα τις ημών ημέραν την έμφοβον εκείνην υπομενεί ή τις υποστήσεται από προσώπου Κυρίου κρίνοντος διά πυρός, ως γέγραπται, τα έργα πάντων ημών; αλλά δεύτε νυν μετανοήσωμεν, τη μητρί του Κυρίου προσπίπτοντες.
Ρεύσασαν ημών την φύσιν, πανάμωμε, και εκπεσούσαν Θεού πάλιν επανήγαγες τη παραδόξω κυοφορία σου’ τον γαρ Θεόν κατήγαγες ώ θαύμα φρικτόν την πτωχείαν ταύτων ενδυσάμενον, ίν’ εγώ πλουτισθώ την θεότητα.
Κλίνόν σου το ους, αγνή, και επάκουσον ημών βοώντων σοι, χαίρε, κόσμου Δέσποινα, οσίων πάντων, χαίρε το καύχημα, των αθλητών κραταίωμα, ιεραρχών καλλονή, των δικαίων, χαίρε, το στεφάνωμα, χαίρε, πάντων πιστών το διάσωσμα.
Δόξα.
Ο μετά σαρκός εκ σου προελθών ημίν άδυτος ήλιος, μέσην των διπλών αυτού καθόδων ταύτην, αγνή, διέθετο την παρουσίαν, ότε σου την παναγίαν ψυχήν μετ’ αγγέλων δόξης ανελάβετο συν αυτώ βασιλεύειν αιώνια.
Και νυν.
Ύμνους ευτελείς εκ στόματος, Δέσποινα, δέξαι πτωχεύοντος, ήν τοσαύτα στόματα και αγίων χάριτες ανευφήμησαν’ συ γαρ λαμπρά υπόθεσις, τοις απ’ αιώνος σοφοίς και δικαίοις’ είη σου το όνομα εις αιώνας αιώνων υμνούμενον.
Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν.
Και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.
Την υψηλοτέραν των ουρανών, και καθαρωτεραν λαμπηδόνων ηλιακών, την λυτρωσαμένην ημάς εκ της κατάρας, την Δέσποιναν του κόσμου, ύμνοις τιμήσωμεν.
Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή’ προς σε καταφεύγω την Κεχαριτωμένην’ ελπίς απηλπισμένων, συ μοι βοήθησον.
Δέσποινα και μήτηρ του Λυτρωτού, δέξαι παρακλήσεις, αναξίων σων ικετών, ίνα μεσιτεύσης προς τον εκ σου τεχθέντα’ Ω Δέσποινα του κόσμου γενού μεσίτρια.
Ψάλλομεν προθύμως σοι την ωδήν, νυν τη πανυμνήτω, Θεοτόκω χαρμονικώς’ μετά του Πρόδρόμου, και πάντων των Αγίων, δυσώπει, Θεοτοκε, του οικτειρήσαι ημάς.
Ίθυνον προς τρίβους των αρετών, Κεχαριτωμένη, Οδηγήτρια των πιστών, τους τα μεγαλεία, τα σα υμνολογούντας, και συν τω Αρχαγγέλω, Χαίρε βοώντας σοι.
Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν, την ιστορηθείσαν, υπό του αποστόλου, Λουκά ιερωτάτου, την Οδηγήτριαν.
(Το μεγαλυνάριον του Αγίου του Ναού)
Χαίροις τοις Εώας μέγας φωστήρ, και της Εκκλησίας, ο προστάτης και οδηγός’ χαίροις της Λατίνων, κακοδοξίας πέλυξ, ω Μάρκε Ιεράρχα, Εφέσου πρόεδρε.
Είτα.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.
Ο Αναγνώστης:
Αμήν. Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς (γ’).
Δόξα. Και νυν.
Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς’ Κύριε, ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών’ Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν’ Άγιε, επίσκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου.
Κύριε, ελέησον’ Κύριε, ελέησον’ Κύριε, ελέησον.
Δόξα. Και νυν.
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου’ ελθέτω η βασιλεία σου’ γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον’ και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν ταις οφειλέταις ημών’ και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.
Ο ιερεύς:
Ότι σου εστιν η βασιλεία, και η δύναμις, και η δόξα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Είτα τα συνήθη τροπάρια, εκτενής δέησις παρά του ιερέως και απόλυσις, μεθ’ ην ψάλλομεν τα παρόντα τροπαρια.
Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου καθελών.
Πάντων προστατεύεις, Αγαθή, των καταφευγόντων εν πίστει τη κραταιά σου χειρί’ άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν, εν κινδύνοις και θλιψεσιν, αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών, Μήτερ του Θεού του Υψίστου’ όθεν σοι προσπίπτομεν’ Ρύσαι πάσης περιστάσεως τους δούλους σου.
Όμοιον.
Πάντων θλιβομένων η χαρά, και αδικουμένων προστάτις, και πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη και αντίληψις, και ορφανών βοηθός, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, συ υπάρχεις Άχραντε, σπεύσον, δυσωπούμε, ρύσασθαι τους δούλους σου.
Ήχος πλ.δ’.
Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.
Ήχος β’.
Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φυλαξόν με υπό την σκέπην σου.
Ο ιερεύς:
Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών….
Ο Χορός: Αμήν.