Ο άνθρωπος του Θεού είναι ταπεινός. “Μάθετε απ’ εμού, ότι πραύς και ταπεινός ειμί τη καρδία” (Ματθ 11:29). Η αγιώτερη φωνή του Ιησού περιέγραψε τον Εαυτόν Του ως “πράο και ταπεινό”. Γιατί ξεκινούμε την αναφορά μας στην αγιότητα από το θέμα της ταπείνωσης? Διότι απλώς η αγιότητα είναι αποτέλεσμα της θείας χάριτος, και ο Θεός δίδει χάρη μόνον στους ταπεινούς. Είναι ουσιώδες να καταλάβουμε ότι ο Ιησούς δεν κατεδίκασε τους αμαρτωλούς, αλλά τους υποκριτές. Υποκριτής είναι εκείνος που δικαιολογεί την δική του αμαρτία ενώ καταδικάζει τις αμαρτίες των άλλων. Ο υποκριτής, επομένως, είναι κάποιος που αρνείται να παραδεχθεί ότι είναι διπρόσωπος, δηλ. υποκρίνεται ψευδή αγιότητα βίου που δεν την βιώνει.
Πράγματι, ο υποκριτής δεν διακρίνει την δική του υποκρισία, διότι δεν βρίσκει ελαττώματα στον εαυτόν του. Σπανίως ασχολείται με την διαφθορά της καρδιάς του. Εφ’ όσον δεν επιζητεί το έλεος του Θεού, δεν δείχνει έλεος σε κανένα. Το έλεος και η κρίση ανήκουν στον Θεό, και δι’ Αυτού έρχεται στους ανθρώπους.
Δεν μπορούμε να είμαστε υποκριτές και την ίδια στιγμή να επιζητούμε την αγιότητα. Το πρώτο βήμα για τον προσωπικό μας καθαγιασμό είναι να παραδεχθούμε πως δεν είμαστε τόσο “άγιοι” όσο δείχνουμε ή θα θέλαμε. Αυτό το πρώτο βήμα οδηγεί στην ταπείνωση.
Στην επιθυμία μας να πλησιάσουμε τον Θεό πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός αντιτίθεται στον υπερήφανο, αλλά η Χάρις Του κατευθύνεται στον ταπεινό. Η ταπείνωση προσελκύει την Χάρι του Θεού στην ζωή μας, και αυτή η Χάρις του Θεού μπορεί να αλλάξει τις καρδιές μας. Επομένως, η ταπείνωση είναι η βάση της πνευματικής μας αλλαγής, το θεμέλιο όλων των αρετών.
Σε κάποια φάση της ζωής μας, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την πονηρία της καρδίας μας. Το ¨Αγιο Πνεύμα μας αποκαλύπτει την αμαρτωλότητά μας, για να μας εμφυσήσει την ταπείνωση και την ανάγκη της θείας Χάριτος. Σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής καθενός γίνεται η επιλογή της οδού, μεταξύ της ειλικρινούς εκζητήσεως της αγιότητος ή της υποκρισίας. Οι πρώτοι αισθάνονται την αμαρτία τους και καταφεύγουν στον Θεό, ενώ οι υποκριτές δεν βλέπουν την αμαρτία τους, ή, αν την αντιλαμβάνονται, την δικαιολογούν και παραμένουν στην αυτάρκειά τους. Λίγοι είναι οι ειλικρινείς που, όταν βρεθούν σε αυτήν την θέση, θα ακούσουν την φωνή της αλήθειας και θα βαδίσουν την οδόν της ταπείνωσης που οδηγεί στην αγιότητα.
Ο καθαγιασμός μας ξεκινάει πρώτα από την απόρριψη του εγωισμού μας. Η κάθαρση ξεκινάει με την θαρρετή αναγνώριση της πνευματικής καταστάσεως της καρδιάς μας, και αυτή η συνειδητοποίηση θα προάγει την ταπείνωσης, πάνω στο έδαφος της οποίας θα αναπτυχθεί η αγιότητα. Εάν δεν μπορούμε να διακρίνουμε την αμαρτία μας, τότε γινόμαστε ένα είδος “χριστιανών Φαρισαίων”, γεμάτοι πνεύματος υποκρισίας και αυτοδικαιώσεως. Ο Κύριος μας προειδοποίησε γι’ αυτούς που πιστεύουν για τον εαυτόν τους ότι είναι δίκαιοι, και βλέπουν τους άλλους με περιφρόνηση( Λουκ18:9). Κάθε φορά που κατακρίνουμε κάποιον, μπορεί να το κάνουμε με ένα τέτοιο πνεύμα αυτοδικαιώσεως. Η κατάκριση συχνά υποκρύπτει περιφρόνηση και υποτίμηση του άλλου, από αυτούς τους “χριστιανούς Φαρισαίους” που θεωρούν εαυτούς “αγίους” ενώ τους λείπει η βασική αρετή της αγιότητος, η ταπεινοφροσύνη!
Όσο περισσότερο αναζητούμε την ταπείνωση, τόσο βαθύτερα θα συνειδητοποιούμε τις προσωπικές μας ελλείψεις και ατέλειες. Σε στιγμές αδυναμίας, ταπεινά θα πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι η δύναμή μας προέρχεται από τον Θεό. Στις δυσκολίες της ζωής, πίσω από τον τσακισμένο μας εγωισμό, θα αναφανεί η ταπείνωση λόγω των καταστάσεων, και τότε θα ομοιάσουμε στον “ταπεινόν τη καρδία” Ιησού.
Οι υποκριτές αρέσκονται να κατακρίνουν τους άλλους, διότι τους κάνει να αισθάνονται ανωτερότητα. Αλλά για τους γνησίους χριστιανούς, η επιδίωξη της ταπεινής καρδίας οφείλει να είναι το διαρκές ζητούμενο. Πολλοί ευσεβείς, αλλά υπερήφανοι χριστιανοί αποτυγχάνουν στον προσωπικό καθαγιασμό διότι θεωρούν ότι είναι ανώτεροι των άλλων και έχουν δικαίωμα να κρίνουν τους πάντες. Ο Χριστός όμως ήρθε όχι να κρίνει αλλά να σώσει τον κόσμο (Ιω. 3:17). Ο καθένας μπορεί να κατακρίνει, αλλά ποιος μπορεί να σώσει? Μπορούν οι κατακρίνοντες να θυσιάσουν με αγάπη την ζωή τους, να προσεύχονται ικετευτικά και με πίστη γι’ αυτούς που κρίνουν? Ζητούν με προσευχή από τον Θεό να διορθώσει στους άλλους αυτό που θεωρούν ελάττωμα ή αμάρτημα? Μπορούν, αντί για κατάκριση, να επιδεικνύουν αγάπη? Τέτοια συμπεριφορά και ταπεινή καρδιά ζητεί από μας ο Χριστός.
Το να κρίνει κανείς “κατά σάρκα”, δηλ. σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια, προϋποθέτει την ύπαρξη κοσμικού, σαρκικού φρονήματος. Μόνον η αγάπη του Χριστού μπορεί να μας λυτρώσει και να μας απαλλάξει από το σαρκικό φρόνημα, να μεταβάλλει τις κρύες καρδιές μας σε καρδιές γεμάτες αγάπη, έλεος, ώστε να πλησιάσουμε το αληθινό πρόσωπο του Θεού που είναι αγάπη και αγιότητα.
Μπορεί κάποιος να πει: “αλλά ο Χριστός κατεδίκασε την αμαρτία”. Και εμείς την καταδικάζουμε επίσης, όπως οφείλουμε να καταδικάζουμε και την δική μας αμαρτία της κατακρίσεως που θολώνει την ματιά μας ώστε να βλέπουμε τα αμαρτήματα των άλλων και όχι τα δικά μας! (Ματθ. 7:5). Ποτέ δεν θα καθαγιασθούμε με το να κατακρίνουμε και να βρίσκουμε ελαττώματα στους άλλους!
Εάν ειλικρινώς επιδιώκουμε τον εξαγιασμό μας, σύντομα θα ανακαλύψουμε ότι, ασχολούμενοι με τα δικά μας, δεν θα μένει χρόνος να κρίνουμε τους άλλους. Καθώς έχουμε ανάγκη του θείου ελέους πρώτοι εμείς, θα επιδιώκουμε να φανούμε ελεήμονες (και όχι κριτικοί) έναντι των άλλων.
Βεβαίως, η Αγία Γραφή μας λέγει ότι ο Ιησούς έκρινε τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά το κίνητρό Του ήταν πάντα ο έλεγχος και η σωτηρία τους. Η αγάπη Του ήταν απόρροια της αγάπης και υπακοής στον Θεό Πατέρα, τον Μοναδικό Κριτή. Όταν και η δική μας αγάπη για τον άλλον είναι τέτοια ώστε να μπορούμε ειλικρινώς να πούμε όπως ο Χριστός, “δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ ούτε θα σε ξεχάσω”, τότε η αγάπη μας και η διάκριση θα είναι τέλειες. Διότι μόνον η αγάπη μας δίνει διάκριση στον τρόπον που θα κρίνουμε τους άλλους (Α” Ιω. 4:16-17).
Εξακολουθούμε ακόμη να επιμένουμε να ανακαλύπτουμε ελαττώματα στους άλλους? Ας προσέξουμε, οι απαιτήσεις του Χριστού είναι υψηλές :”ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω” (Ιω. 8:7). Οφείλουμε να ελέγχουμε την αδικία και το κακό, πάντοτε όμως με κίνητρο με κίνητρο την αγάπη του Χριστού. Να θυμόμαστε ότι είναι γεγραμμένον ότι “ενώ ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανε για μας” (Ρωμ. 5:8). Εάν δεν φθάσουμε στο σημείο να είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε για τους άλλους για την αγάπη του Χριστού, τότε δεν μας επιτρέπεται να κρίνουμε τους άλλους.
Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι και τα αυτιά, όταν προθύμως ακούνε κουτσομπολιά και αρνητικά σχόλια, είναι εξίσου ένοχα με το στόμα που τα διαδίδει. Ας μην συμμετέχουμε στο αμάρτημα της καταλαλιάς. Διακόψτε αυτόν που μιλάει έτσι και σταματήστε να τον ακούτε.
Ας θυμόμαστε ότι ο Χριστός δεν καταδικάζει αμαρτωλούς, καταδικάζει όμως την αμαρτία. Ο Ίδιος συναριθμήθη μεταξύ ανόμων για τις δικές μας αμαρτίες (Ησαϊας κεφ. 53). Αυτήν την ταπείνωση αναζητούμε. Πράγματι, η αγιότητα λάμπει περισσότερον σε μία πραεία και ταπεινή καρδία.
Αρχιμ. π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος.